-
1 καναχέω
καναχέω, Geräusch machen, schallen, tönen; κανάχησε δὲ χαλκός Od. 19, 469; καναχοῦσι πηγαί Cratin. bei Schol. Ar. Equ. 523; Ap. Rh. 4, 907 Ὀρφεὺς μέλος κανάχησεν, ließ ein Lied ertönen.
-
2 καναχέω
καναχέω, Geräusch machen, schallen, tönen; Ὀρφεὺς μέλος κανάχησεν, ließ ein Lied ertönen
См. также в других словарях:
καναχώ — καναχῶ, έω (Α) [καναχή] 1. κάνω θόρυβο, αντηχώ, αντιλαλώ 2. (για τον κόκορα) κράζω, λαλώ 3. (για τον Ορφέα) άδω, ψάλλω («Ὀρφεύς... μέλος κανάχησεν», Απόλλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek